ένσημος

ένσημος
η , ο [ος , ον ] гербовый;

ένσημος χάρτης — гербовая бумага


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ένσημος" в других словарях:

  • ἔνσημος — significant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένσημος — η, ο (AM ἔνσημος, ον) [σήμα] μσν. νεοελλ. αυτός που έχει τυπωμένο σήμα («ένσημος χρυσός») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ένσημο μικρό κομμάτι χαρτί σε σχήμα γραμματοσήμου, με επίσημα έμβλημα κρατικού ή άλλου οργανισμού, το οποίο χρησιμεύει ως… …   Dictionary of Greek

  • ένσημο — το βλ. ένσημος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»